- περιφίλητος
- περιφίλητος [pron. full] [ῐ], ον,A greatly beloved by,
ἅπασιν App.BC4.85
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἅπασιν App.BC4.85
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιφίλητος — ον, Α πολυφίλητος, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φιλητός (< φιλῶ «αγαπώ»)] … Dictionary of Greek
περιφίλητον — περιφίλητος greatly beloved by masc/fem acc sg περιφίλητος greatly beloved by neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)